αλληγόρημα

αλληγόρημα
το , αλληγόρία η аллегория, иносказание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλληγόρημα" в других словарях:

  • αλληγόρημα — το (Α ἀλληγόρημα) [ἀλληγορῶ] η αλληγορία* …   Dictionary of Greek

  • αλληγορώ — ἀλληγορῶ ( έω) (ΑΜ) 1. ενεργ. μιλώ έτσι ώστε να υπονοώ άλλο από εκείνο που λέγω, παριστάνω ή ερμηνεύω κάτι με αλληγορικό τρόπο 2. παθ. κάτι εκτίθεται αλληγορικά, γίνεται λόγος για κάτι αλληγορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλήγορος. ΠΑΡ. ἀλληγόρημα,… …   Dictionary of Greek

  • ԱՅԼԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0083 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. ἁλληγορία, ἁλληγόρημα allegoria, figura, interpretatio allegorica Նմանաբանութիւն. առակ. ձեւ. նշանակ. բան խորհրդաւոր կամ գաղտնի իմաստիւք. եւ իմաստ խորին …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»